Κιλικάρχης

Κιλικάρχης
Κιλικάρχης, ὁ (Α)
1. ο επικεφαλής ιερέας τής αυτοκρατορικής λατρείας στην Κιλικία
2. πιθ. αυτός που προΐστατο στη σύνοδο τών πόλεων τής Κιλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κίλιξ, -ικος + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κιλικ(ι)αρχία — Κιλικ(ι)αρχία, ἡ (Α) η προεδρία τής συνόδου τών πόλεων τής Κιλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Κιλικαρχία < Κιλικάρχης, ενώ ο τ. Κιλικιαρχία < Κιλικία + αρχία (< άρχης*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”